- δάνους
- δάνοςgiftneut gen sg (attic epic doric)δάνοςgiftmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… … Dictionary of Greek
δανικός — Τύπος σκύλου, που ονομάζεται επίσης γερμανικός μολοσσόςντανουά, πολύ παλιάς καταγωγής, με προέλευση πιθανότατα από τη Δανία. Ο σκύλος αυτός, ιδιαίτερα κατάλληλος για τη φύλαξη σπιτιών ή ως ανιχνευτικό και καταδιωκτικό της αστυνομίας, έχει ρωμαλέο … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… … Dictionary of Greek
τσέστερ — (Chester). Πόλη (65.000 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη δυτική Αγγλία, πρωτεύουσα της κομητείας Τσέσαϊρ. Ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους στη θέση παλαιότερου κελτικού οικισμού, και έγινε ρωμαϊκή αποικία τον 1o αι. μ.Χ. με το όνομα Deva ή Devana Castra … Dictionary of Greek
Άαλμποργκ — (Aalborg). Πόλη (119.617 κάτ. το 2000) της Δανίας, πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας με την ίδια ονομασία, στο φιορδ Λιμ. Είναι από τα σημαντικότερα λιμάνια της Δανίας, με αξιόλογη βιομηχανία (διυλιστήρια, ναυπηγεία, κονσερβοποιεία) και… … Dictionary of Greek
Αγγλοσάξονες — Φυλή αποτελούμενη από τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους. Προερχόμενοι από τη βόρεια Γερμανία, εγκαταστάθηκαν με συνεχείς μεταναστεύσεις τον 5o και 6o αι. μ.Χ. στη Βρετανία και έδωσαν τη σφραγίδα τους στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία… … Dictionary of Greek
Αμβούργο — (Hamburg). Πόλη (1.688.300 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, η δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας και κυριότερη από τις χανσεατικές πόλεις. To μείζον Α. αποτελεί ομόσπονδο κράτος (länder) με έκταση 755 τ. χλμ. και το πολεοδομικό του συγκρότημα έχει… … Dictionary of Greek